απόδρομος

απόδρομος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απόδρομος" в других словарях:

  • ἀπόδρομος — apart from the race masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου …   Dictionary of Greek

  • ἀπόδρομον — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc sg ἀπόδρομος apart from the race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδρόμους — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδρομοι — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»