απόδρομος
Смотреть что такое "απόδρομος" в других словарях:
ἀπόδρομος — apart from the race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου … Dictionary of Greek
ἀπόδρομον — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc sg ἀπόδρομος apart from the race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδρόμους — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδρομοι — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)